Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωούλα — και ζωίτσα, η 1. υποκορ. τού ζωή … Dictionary of Greek
ζωίτσα — η (υποκορ. τού ζωή), η ζωούλα … Dictionary of Greek